εἴρετο

εἴρετο
ἔρομαι
ask
imperf ind mp 3rd sg (epic ionic)
ἔρομαι
ask
imperf ind mp 3rd sg (epic ionic)
εἴρω
fasten together in rows
imperf ind mp 3rd sg
εἴρω
fasten together in rows
imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
εἴρω 2
say
imperf ind mid 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εἴρετ' — εἴρετο , ἔρομαι ask imperf ind mp 3rd sg (epic ionic) εἴρεται , ἔρομαι ask pres ind mp 3rd sg (epic ionic) εἴρετο , ἔρομαι ask imperf ind mp 3rd sg (epic ionic) εἴρετο , εἴρω fasten together in rows imperf ind mp 3rd sg εἴρετε , εἴρω fasten… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… …   Dictionary of Greek

  • ποδαπός — και ποταπός, ή, όν, Α (ερωτ. αντων.) 1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ. β. «πόθεν ἐπλεύσατ , ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.) 2. ποιας ποιότητας, τί είδους …   Dictionary of Greek

  • σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… …   Dictionary of Greek

  • ἀείρετο — ἀ̱είρετο , ἀείρω attach imperf ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀείρω attach imperf ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναείρετο — ἀνᾱείρετο , ἀναείρω lift up imperf ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀναείρω lift up imperf ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀναείρετο , ἀνέρομαι imperf ind mp 3rd sg (epic ionic) ἀναείρετο , ἀνέρομαι imperf ind mp 3rd sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαείρετο — ἐπᾱείρετο , ἐπί ἀείρω attach imperf ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἐπί ἀείρω attach imperf ind mp 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”